- αινοβίας
- αἰνοβίας (ιωνικός τύπος -ης, -ου) (Α)αυτός που έχει φοβερή δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + βία «φυσική δύναμη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰνοβίας — αἰνοβίᾱς , αἰνοβίας terribly strong masc acc pl αἰνοβίᾱς , αἰνοβίας terribly strong masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοβίην — αἰνοβίας terribly strong masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)